- τελειωμός
- ο, Ν [τελειώνω]1. αποπεράτωση2. τέλος, τέρμα, λήξη3. φρ. «δεν έχει τελειωμό» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποσότητα, η έκταση ή η χρονική διάρκεια είναι πολύ μεγάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελειωμός — ο αποπεράτωση, τερματισμός, εξάντληση: Τελειωμό δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής … Dictionary of Greek
σχολασμός — ὁ, Μ [σχολάζω] σταμάτημα, τελειωμός («αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δὲν εἶχε», Διγεν. Ακρ.) … Dictionary of Greek
σωμός — ο, Ν [σώνω (Ι) / σώζω] το να σώνεται, να τελειώνει κάτι, τελειωμός … Dictionary of Greek
τελείωμα — το, ατος τελειωμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)